- αγριοπαίρνω
- μεταχειρίζομαι κάποιον με σκληρότητα, τού φέρομαι απότομα, βάναυσα, τόν επιπλήττω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοπαίρνω — αγριοπήρα, μεταχειρίζομαι κάποιον με άγριο τρόπο: Δεν έπρεπε να το αγριοπάρεις έτσι το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)